Νομολογιακή Επικαιρότητα


Νομολογιακή Επικαιρότητα

Ο ΟΜΙΛΟΣ ΤΟΤΣΗ, ενημερώνει για την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας - επί υποθέσεως που χειρίστηκε - αναφορικά με το σπουδαίο νομικό ζήτημα ευρύτερου ενδιαφέροντος: Ενεργητική νομιμοποίηση αλληλεγγύως υπόχρεου προσώπου του άρθρου 50 του Κ.Φ.Δ. για άσκηση δικαστικής προσφυγής

Δημοσιεύθηκε η απόφαση με αριθμό Α498/2020 του Β’ τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας σε επταμελή σύνθεση, επί του κρίσιμου νομικού ζητήματος της ενεργητικής νομιμοποίησης άσκησης δικαστικής προσφυγής του αλληλεγγύως υπόχρεου προσώπου του άρθρου 50 του Κ.Φ.Δ. κατά απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών στην περίπτωση που έχει ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή σύμφωνα με παρ. 7 του παραπάνω άρθρου 50.

Μείζον νομικό ζήτημα είχε προκύψει από την πρόσφατη νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων, μεταξύ των οποίων και η αναιρεθείσα απόφαση με αριθμό 5305/2017 (8  Τριμελές Δ. Εφ. Αθηνών) η οποία ακολουθώντας την παλαιότερη νομολογία του ΣτΕ για τον δικονομικά παραδεκτό τρόπο υπεράσπισης των συμφερόντων του τρίτου αλληλεγγύως συνυπόχρεου προσώπου και του σχετικού δικαιώματός του να ασκήσει δικαστική προσφυγή έκρινε ότι: «3. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, που προαναφέρθηκε, δεν δημιουργεί ιδία φορολογική υποχρέωση των προσώπων που είναι διευθυντές, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους (παρ.1) ή κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν (παρ.2) , για την πληρωμή του φόρου, τόκων και προστίμων που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα καθώς και του φόρου που παρακρατείται, αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτών προς πληρωμή του βεβαιωμένου σε βάρος του νομικού προσώπου φόρου, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαίωσης του φόρου, αλλά στο στάδιο της είσπραξής του. Εξάλλου, στα ως άνω πρόσωπα παρέχεται μεν από ειδική διάταξη νόμου (παρ. 7 του παραπάνω άρθρ. 50) το δικαίωμα να ασκήσουν έναντι της φορολογικής Διοίκησης, παράλληλα με το νομικό πρόσωπο, ενδικοφανή προσφυγή κατά της πράξης της φορολογικής αρχής, με την οποία προσδιορίζεται ο οφειλόμενος από το νομικό πρόσωπο φόρος ή επιβάλλεται σε βάρος του το πρόστιμο, όμως το γεγονός ότι εκδίδεται απόφαση επί της ως άνω ενδικοφανούς προσφυγής, με την οποία τυχόν απορρίπτεται η τελευταία, δεν τους καθιστά και υποκείμενα της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, ώστε να μπορούν ν΄ ασκήσουν και προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου κατά της παραπάνω απόφασης, ως στερούμενοι προς τούτο άμεσου, προσωπικού και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος, εφόσον δεν τους αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου. Τούτο δεν αποστερεί τα προαναφερόμενα πρόσωπα της δικαστικής προστασίας που αυτά δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, διότι τα πρόσωπα αυτά, εφόσον αποκτούν, κατά τον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, την ιδιότητα του «οφειλέτη», μόνον από και δια της εκδόσεως και κοινοποιήσεως προς αυτά της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρ. 47 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ατομικής ειδοποίησης, μέσω της οποίας πληροφορούνται την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του χρέους τους, και τους παρέχεται η δυνατότητα είτε να αμυνθούν αποτελεσματικά, ασκώντας την ανακοπή της παρ.1 του άρθρ. 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κατά της έχουσας εκτελεστό χαρακτήρα ατομικής ειδοποίησης (Ε.Α. Σ.τ.Ε. 217/2016) , είτε να προβούν σε ρύθμιση του χρέους τους [πρβλ. Σ.τ.Ε. 844/2012, 4357/2014 υπό την ισχύ του προγενεστέρου των ανωτέρω διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας νομοθετικού καθεστώτος (άρθρο 115 του ν. 2238/1994, άρθρο 17 του ν.δ. 3843/1958), βλ. και Δ. Εφ. Αθ. 579/2017].» και κατέληξε στο ότι: «Επειδή, η ως άνω προσφυγή ασκείται από τον … ατομικά και ως πρώην νόμιμο εκπρόσωπο (Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος) της εταιρείας «…» κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο. Όμως, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το πρόσωπο αυτό δεν νομιμοποιείται σε άσκηση της κρινόμενης προσφυγής κατά της σιωπηρής απόρριψης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, της …./..2015 ενδικοφανούς προσφυγής του, κατά των …από …2015 πράξεων του ΚΕ.ΜΕ.ΕΠ., οι οποίες έχουν εκδοθεί σε βάρος της εταιρείας «…» και ως εκ τούτου η κρινόμενη προσφυγή είναι απαράδεκτη».

Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση η οποία και προσδιορίσθηκε απ’ ευθείας στην Επταμελή Σύνθεση κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 εδ. α’ του π.δ. 18/1989 σύμφωνα με το οποίο: «5. Ο Πρόεδρος του Τμήματος μπορεί λόγω της σπουδαιότητας της να εισαγάγει υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.», συζητήθηκε δε στην δικάσιμο της 13.03.2019 και την 01.04.2020 δημοσιεύθηκε η απόφαση Α498/2020 με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κρίθηκε ως νομικά εσφαλμένη η απόφαση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο για την εκδίκασή αυτής.

Στο παρόν χρονικό σημείο η απόφαση είναι στο στάδιο της καθαρογραφής και επιφυλασσόμαστε για την παράθεση και της πλήρους αιτιολογίας της απόφασης με σχετική μας ενημέρωση.

Επιμέλεια:
Μιχαήλ Ε. Παλάρας
Δικηγόρος
μελος του Ομίλου Τότση

Michael E. Palaras
Tax Lawyer - Tax consultant
Senior Associate at Totsis Law firm
Μember of Totsis Group
www.totsisgroup.gr

---

Ο Όμιλος Τότση με αίσθημα ευθύνης και συνεπείς στην καταξιωμένη πορεία και παρουσία τους στον χώρο του φορολογικού δικαίου, σας ενημερώνουν με το παρόν για κρίσιμα νομικά ζητήματα, όπως αυτά κρίθηκαν με αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, των Διοικητικών Δικαστηρίων της Χώρας και της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε. που εκδόθηκαν σε φορολογικές υποθέσεις του Δικηγορικού Γραφείου και αφορούν όλους τους κλάδους του φορολογικού δικαίου: ουσιαστικό, διαδικαστικό και δικονομικό.

Ακολουθεί επιλογή σε περίληψη και με παράθεση των σχετικών αποσπασμάτων από το σώμα των δικαστικών αποφάσεων των κρίσιμων ζητημάτων που παρουσιάζουν ευρύτερο ενδιαφέρον τόσο για τους φορολογούμενους (ιδιώτες, επιχειρήσεις), όσο και για τους επαγγελματίες του χώρου (λογιστές, φοροτεχνικούς, δικηγόρους).

1) Φ.Π.Α. - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕΙΩΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑΣ ΑΞΙΑΣ: άρθρο 19 ("Φορολογητέα αξία στην παράδοση αγαθών [...]") παρ. 5α του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2859/2000 (Α' 248) Κώδικα Φ.Π.Α.: "Η φορολογητέα αξία μειώνεται σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη πληρωμής του τιμήματος, εφόσον μετά την πραγματοποίηση των φορολογητέων πράξεων διαπιστώνεται ότι η απαίτηση κατέστη οριστικά ανεπίδεκτη εισπράξεως, λόγω θέσεως επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 46α του Ν. 1892/1990 [...] όπως αυτός τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 2000/1991 [...]."

Το Δικαστήριο (Δ.Π.Α. 3483/2020) έκανε δεκτό τον ισχυρισμό ότι περίπτωση ολικής ή μερικής μη πληρωμής της τιμής, που δικαιολογεί την ανάλογη μείωση της βάσης επιβολής του Φ.Π.Α., συνιστά και η κήρυξη σε πτώχευση επιχείρησης, μετά τη διενέργεια των φορολογητέων πράξεων, υπό τους όρους του Πτωχευτικού Κώδικα και επικυρωθείσα από το πτωχευτικό δικαστήριο, συνιστώντας κατ' αρχήν, επαρκή απόδειξη ότι η μη καταβολή των απαιτήσεων σε βάρος της κηρυχθείσας σε πτώχευση επιχείρησης, είναι αρκούντως βέβαιη και μακροπρόθεσμη, παρέχοντας, έτσι, στον υποκείμενο στον φόρο προμηθευτή αγαθών (ή πάροχο υπηρεσιών) τη δυνατότητα να ανακτήσει το συνολικό ποσό του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ που κατέβαλε στη φορολογική αρχή για μη εξοφληθείσες απαιτήσεις και απέρριψε τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι, μετά την κατάργηση των άρθρων 46 και 46α του ν. 1892/1990, η διάταξη του άρθρου 19 παρ.5α του Κώδικα Φ.Π.Α. έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις υπαγωγής επιχείρησης στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης σε λειτουργία.

Με το διατακτικό του το δικάσαν Δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση περί επιστροφής Φ.Π.Α. ως αχρεωστήτως καταβληθέντα και αναπέμψε την υπόθεση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, προκειμένου ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας αυτής να ικανοποιήσει το αίτημα περί μειώσεως της βάσης επιβολής του φόρου της προσφεύγουσας κατά το επίδικο έτος να προβεί σε νέα εκκαθάριση του οφειλομένου απ' αυτήν ποσού φόρου και να της επιστρέψει το τυχόν προκύπτον πιστωτικό υπόλοιπο, νομιμοτόκως κατά το αιτητικό.  

2) Φ.Π.Α. - ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΙΣΡΟΩΝ - ΕΚΡΟΩΝ

Το Δικαστήριο (Δ.Ε.Α. 430/2020) απέρριψε τον λόγο έφεσης του Δημοσίου περί νομίμου προσδιορισμού των εισροών - εκροών και επικύρωσε την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που ακύρωσε την πράξη προσδιορισμού Φ.Π.Α. ως νομικώς πλημμελή, κατ’ αποδοχή του σχετικώς προβαλλομένου λόγου της προσφυγής με την αιτιολογία ότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ανωτέρω εκθέσεως ελέγχου, η φορολογική αρχή δεν προέβη σε αυτοτελή προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο, προκειμένου να επιβάλει τον οφειλόμενο Φ.Π.Α., αλλά έλαβε υπόψη τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά προσδιορίστηκαν στη φορολογία εισοδήματος του αντίστοιχου οικονομικού έτους.   

3) ΕΙΣΟΔΗΜΑ - ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ - ΛΟΓ. 64.01.00.0000 ΕΞΟΔΑ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΕΣΩΤ. ΑΓΟΡΩΝ 

Το Δικαστήριο (Δ.Ε.Α. 4456/2019) δέχθηκε τον ισχυρισμό περί εσφαλμένης κατανομής βάρους απόδειξης και αόριστης αιτιολόγησης της απόρριψης της δαπάνης και έκρινε ότι: «Εφόσον, όμως, η Φορολογική Αρχή, που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν προσδιορίζει για ποιές συγκεκριμένες δαπάνες δεν επιδείχθηκαν όλα τα δικαιολογητικά και ποιές ειδικότερα δαπάνες αναφέρονται σε τρίτα, άσχετα με την επιχείρηση της προσφεύγουσας, πρόσωπα, παραθέτοντας αναλυτικά τα σχετικά στοιχεία, μη νόμιμα, στηριζόμενη σε αόριστες κρίσεις, δεν δέχθηκε την έκπτωση της δαπάνης αυτής από τα ακαθάριστα έσοδα της προσφεύγουσας, όπως βάσιμα προβάλλεται από την τελευταία.»

4) ΕΙΣΟΔΗΜΑ - ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ - ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟΥ 

Το Δικαστήριο (Δ.Ε.Α. 4456/2019) δέχθηκε τον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εφαρμογής νόμου εκ μέρους της φορολογικής αρχής και έκρινε ότι: «σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε., τα αφορολόγητα αποθεματικά των ανωνύμων εταιριών, όταν διανέμονται, φορολογούνται αυτοτελώς, κατά το χρόνο της διανομής, στο όνομα του νομικού προσώπου κατόπιν υποβολής από μέρους του σχετικής δήλωσης, κρίνει ότι μη νόμιμα ο έλεγχος προσέθεσε το πιο πάνω ποσό ως λογιστική διαφορά, προκειμένου να φορολογηθεί με τις γενικές διατάξεις και για το λόγο αυτό πρέπει να διαγραφεί, κατά το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό της προσφεύγουσας.»

5) ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ - ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΞΙΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3091/2002, περί αντικειμενικού υπολογισμού του φόρου κληρονομίας των κληρονομιαίων στοιχείων (μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών και λοιπών μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο τίτλων κινητών αξιών και συμμετοχών σε εταιρίες ή συνεταιρισμούς) ΠΟΛ. 1055/2003

Το Συμβούλιο Επικρατείας (ΣτΕ 1768/2019) απέρριψε σχετική αίτηση αναίρεση του Δημοσίου και έκρινε ότι: «Στην θεσπίσασα την ως άνω νέα ρύθμιση διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3091/2002 δεν προσεδόθη αναδρομική ισχύς και, συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 30 περ. ι του ιδίου νόμου, η ισχύς της, ελλείψει ειδικής διατάξεως, άρχισε από της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (24.12.2002). Ως εκ τούτου, δεν καταλαμβάνει τις υποθέσεις κληρονομιών, στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε προγενεστέρως και, συνακόλουθα, η εξουσιοδότηση που παρεσχέθη με την ίδια διάταξη στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών να ορίσει τον χρόνο ενάρξεως της αποφάσεως, με την οποία θα εξειδικεύετο περαιτέρω ο τρόπος προσδιορισμού της αντικειμενικής αξίας των επιμάχων κληρονομιαίων στοιχείων για την επιβολή του φόρου κληρονομίας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι η εφαρμογή της νέας ρυθμίσεως μπορεί να μετατεθεί σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου δημοσιεύσεως του ν. 3091/2002. Συνεπώς, η επίμαχη υπουργική απόφαση (ΠΟΛ. 1055/2003) , καθ’ ό μέρος επεξέτεινε την εφαρμογή της νέας ρυθμίσεως του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3091/2002 σε υποθέσεις αναγόμενες σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου δημοσιεύσεως του νόμου αυτού, είναι, κατά το μέρος αυτό, μη νόμιμη ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής διατάξεως, όπως αυτή ερμηνεύθη ανωτέρω. Κατ' ακολουθίαν, δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 3091/2002, καθ’ ό μέρος παρέσχε στον Υπουργό Οικονομικών εξουσιοδότηση να ορίσει τον χρόνο ενάρξεως της αποφάσεώς του, με την οποία θα καθοριζόταν ειδικότερα ο τρόπος προσδιορισμού της αντικειμενικής αξίας των κληρονομιαίων μη εισηγμένων μετοχών κλπ., τούτο δε ανεξαρτήτως εάν η παρασχεθείσα με την εν λόγω διάταξη εξουσιοδότηση αφορά τον προσδιορισμό φορολογικού αντικειμένου ή μέθοδο υπολογισμού της φορολογητέας ύλης (βλ. ΣτΕ 1609-1611/2017 επταμ.).» και επικύρωσε την απόφαση του Διοικητικού Δικαστήριου κρίνοντας ότι: «κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι νόμιμη, ανεξαρτήτως των ειδικοτέρων αιτιολογιών της, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη 6), η υπ' αριθμ. 1031583/253/Α'0013/1.4.2003 υπουργική απόφαση, όπως συμπληρώθηκε, κατ' εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε η προσβληθείσα με την προσφυγή πράξη, κατά το μέρος αυτής που υπήγαγε στο πεδίο εφαρμογής της νέας ρυθμίσεως της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 2961/2001 περί αντικειμενικής αξίας των μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο τίτλων κινητών αξιών και συμμετοχών σε εταιρίες, και υποθέσεις κληρονομιών, στις οποίες η φορολογική ενοχή είχε γεννηθεί, όπως εν προκειμένω, σε χρόνο προγενέστερο της δημοσιεύσεως του ν. 3091/2002 και της θέσεως σε ισχύ της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 12 του εν λόγω νόμου, που προσέθεσε την ως άνω παρ. 4 στο άρθρο 12 του ν. 2961/2001, ευρίσκεται εκτός της εξουσιοδοτήσεως που παρεσχέθη στην κανονιστικώς δρώσα διοίκηση με την διάταξη αυτή και είναι κατά το μέρος αυτό ανίσχυρη.»

6) ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ - ΠΟΛ. 1055/2003 - ΜΗ ΝΟΜΙΜΗ ΛΟΓΩ ΑΝΤΙΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 78 ΠΑΡ. 4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Το Δικαστήριο (Δ.Π.Α. 20214/2015) δέχθηκε το σχετικό προταθέντα λόγο περί αντισυνταγματικότητας της ΠΟΛ. 1055/2003 με την εξής κρίση: «Εξάλλου ναι μεν με την παρ. 4 του αυτού άρθρου 12 του ν. 2961/2001 προβλέπεται ότι ό τρόπος προσδιορισμού της αξίας πώλησης των επιχειρήσεων θα καθορισθεί κατ' εξουσιοδότηση, με την έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης (ΠΟΛ. 1055/2003), πλην η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη προς τους ορισμούς της ως άνω συνταγματικής διάταξης (άρθρο 78 παρ. 4 Σ), διότι καθιστά ανεπιτρέπτως τον προσδιορισμό του αντικειμένου της φορολογίας αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης.» Σ.Σ. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της έφεσης με την απόφαση του Δ.Ε.Α. 406/2019 και την μη άσκηση αναίρεσης.

7) Κ.Β.Σ. - ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ - ΕΝΝΟΙΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Το Δικαστήριο (Δ.Ε.Α. 2726/2018) δέχθηκε το λόγο της παραγραφής και απέρριψε τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι η έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ περιήλθε σε γνώση της Δ.Ο.Υ. μετά την πάροδο της πενταετούς παραγραφής και συνεπώς συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο και δικαιολογεί την εφαρμογή της 10ετούς παραγραφής με την εξής κρίση: «Περαιτέρω δε, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 84 ΚΦΕ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το Ελληνικό Δημόσιο περί δεκαετούς παραγραφής, θεωρώντας ως συμπληρωματικά στοιχεία κατ' άρθρο 68 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, την από ….2012 έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ για την εκδότρια επιχείρηση «…. A.E.» σύμφωνα με την οποία αυτή ήταν ανύπαρκτη κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης των τιμολογίων και οι φερόμενες ως πραγματοποιηθείσες συναλλαγές με την επιχείρηση του προσφεύγοντος ήταν εικονικές, διότι η προαναφερθείσα έκθεση ελέγχου δεν αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2, ικανό να δικαιολογήσει (ενόψει και των επιταγών της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας), την επιμήκυνση της (κατ' αρχήν οριζόμενης ως πενταετούς) προθεσμίας παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 4β' σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2α' του ΚΦΕ, αφού τα φερόμενα ως εικονικά τιμολόγια είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της πενταετίας. Αυτό δε γιατί όπως προκύπτει από την από …-2014 έκθεση ελέγχου περιλαμβάνονταν στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών -προμηθευτών που υπέβαλε ο προσφεύγων στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1α' του ΚΒΣ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, με τον τίτλο «Υποβολή φορολογικών στοιχείων για διασταύρωση» μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2005, με συναλλαγές και δεδομένα του προηγούμενου ημερολογιακού έτους 2004, και μάλιστα με καταχώρηση συγκεκριμένων στοιχείων, κατά την παρ. 3α του ίδιου άρθρου, όπως το ονοματεπώνυμο, επωνυμία,…, τη διεύθυνση και τον ΑΦΜ των συναλλασσομένων με αυτόν (προμηθευτών, πελατών), κατά αλφαβητική σειρά, το συνολικό αριθμό των τιμολογίων και την καθαρή αξία της δαπάνης και κατά τεκμήριο περιλαμβάνονταν και στα τηρούμενα βιβλία, ήταν δε διαθέσιμα στα ηλεκτρονικά αρχεία της Γ.Γ.Π.Σ. και αγνοήθηκαν ή δεν εκτιμήθηκαν δεόντως από τη φορολογική αρχή ενώ εξάλλου, σε εκτέλεση της …/2010 εντολής ελέγχου διενεργήθηκε στις 1-10-2010 έλεγχος στη δηλούμενη έδρα της επιχείρησης του προσφεύγοντος, μέσα στην πενταετία, με βάση στοιχεία που αντλήθηκαν από τα αρχεία της Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών και συγκεκριμένα από τις διασταυρωμένες Συγκεντρωτικές Καταστάσεις Τιμολογίων Πελατών και Προμηθευτών του άρθρου 20 παρ. 1,3 του π.δ. 186/92 κατά τον οποίο (έλεγχο) όμως δεν έλαβε τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας ώστε να ολοκληρωθεί αυτός στην πενταετή προθεσμία της παραγραφής

8) Κ.Β.Σ. - ΔΙΑΚΟΠΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ - ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΓΙΑ ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Το Δικαστήριο (Δ.Ε.Α. 734/2020) απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης του Δημοσίου και επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση με την οποία έγινε δεκτό: « ότι, ενώ ο χρόνος της δεκαετούς παραγραφής έληξε στις 31-12-2014, η απόφαση αυτή, ενώ εκδόθηκε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη (μαζί με τη σχετική έκθεση ελέγχου) με θυροκόλληση στις 8-1-2015, όπως προκύπτει από το σώμα της απόφασης αυτής και, συνεπώς, μετά την πάροδο δεκαετίας από το τέλος του έτους εντός του οποίου έληγε η προθεσμία για την υποβολή της δηλώσεως του οικονομικού έτους 2004.» με την κάτωθι αιτιολογία: «η διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 72 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτή ισχύει μετά την προσθήκη σε αυτήν τρίτου και τέταρτου εδαφίου με την περίπτωση 18β της υποπαραγράφου Δ.2 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, η οποία αφενός περιέχει πρόβλεψη διακοπής της παραγραφής, με την έκδοση, και όχι πλέον την κοινοποίηση, των φύλλων ελέγχου, πράξεων προσδιορισμού φόρου, προστίμων και αφετέρου υπάγει στη ρύθμιση αυτή και τις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων υποθέσεις, παρατείνει εμμέσως το χρόνο παραγραφής της σχετικής αξιώσεως του Δημοσίου και, εφόσον καταλαμβάνει και χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως του νόμου που εισάγει την παράταση έτους, ήτοι του νόμου 4254/2014, είναι ανίσχυρη, κατά τα ήδη κριθέντα στην πέμπτη σκέψη (ΣτΕ 1738/2017 Ολ.), ως αντικείμενη στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου και στις εξειδικεύουσες αυτήν ειδικώς διατάξεις των άρθρων 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, για το λόγο ότι τροποποιεί αναδρομικώς σε βάρος των φορολογουμένων το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο στον οποίο ανάγονται οι φορολογικές τους υποχρεώσεις και το οποίο αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο των εν λόγω υποχρεώσεων.» 

9) Κ.Β.Σ. - ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ - ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ    

Το Δικαστήριο (Δ.Ε.Α. 687/2020) απέρριψε την έφεση του Δημοσίου με την οποία προβλήθηκε ο λόγος ότι: «το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του διότι από τον έλεγχο προέκυψε ότι η εκδότρια «…… Ε.Π.Ε.» δεν είχε συναλλακτική δραστηριότητα, ότι η εφεσίβλητη εταιρεία από τον έλεγχο στα βιβλία της διαπιστώθηκε ότι έλαβε και καταχώρησε το επίμαχο τιμολόγιο έκδοσης της ανωτέρω επιχείρησης για ανύπαρκτη συναλλαγή, ότι η είσπραξη από την εκδότρια των επιταγών που είχαν εκδοθεί από την εφεσίλβητη εταιρεία για την εξόφληση των τιμολογίων δεν προσδιορίζει αναγκαστικά και την εικονικότητα ή μη των φορολογικών στοιχείων» διαλαμβάνοντας τα κάτωθι: «το Δικαστήριο, λαμβάνει υπόψη ότι: α) το υπ' αριθμ. …..ένδικο Τιμολόγιο Παροχής Υπηρεσιών, αξίας ….. ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. …. ευρώ με εκδότρια την επιχείρηση …………… Ε.Π.Ε.» έφερε όλα τα κατά νόμο προβλεπόμενα στοιχεία και εκδόθηκε από νόμιμα θεωρημένα στελέχη με θεωρημένη επίσης διάτρηση, η δε εκδότρια αυτού, ήτοι η ως άνω επιχείρηση, ήταν γνωστή στις φορολογικές αρχές, καθ' όσον είχε δηλώσει την έναρξη της εμπορικής της δραστηριότητας, με υπαρκτό Αριθμό Φορολογικού Μητρώου και γνωστή διεύθυνση και είχε θεωρήσει βιβλία και στοιχεία, β) από κανένα από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν προέκυψε, κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, ότι η εφεσίβλητη εταιρεία τις ένδικες υπηρεσίες δεν τις έλαβε από την συγκεκριμένη επιχείρηση, αλλά από τρίτα πρόσωπα, γ) ότι για την εξόφληση με μετρητά η φορολογική αρχή αρκείται απλώς στην επισήμανσή της, πλην όμως δεν παραθέτει κανένα στοιχείο οικονομικής αδυναμίας της εφεσίβλητης εταιρείας για την εξόφληση με μετρητά και άμεσα με την παροχή των υπηρεσιών, αντιθέτως, κατά τα κοινώς γνωστά, ο συγκεκριμένος τρόπος εξόφλησης είναι συνήθης στην αγορά, δ) από τα στοιχεία που προσκόμισε πρωτοδίκως η εφεσίβλητη εταιρεία προκύπτει ότι αυτή είχε προβεί στην διερεύνηση της υπόστασης και δραστηριότητας της συγκεκριμένης εταιρίας και είχε την πεποίθηση ότι συναλλασσόταν με φορολογικώς υπαρκτό πρόσωπο, στ) η εγκατάλειψη του δηλωθέντος ως έδρα ακινήτου από την εκδότρια εταιρία δεν είναι ικανή να στοιχειοθετήσει την έννοια της φορολογικής ανυπαρξίας του εκδότη του επίδικου φορολογικού στοιχείου και τον, εκ του λόγου αυτού, χαρακτηρισμό του ως εικονικού και ζ) λαμβάνει υπόψη, ότι με την υπ' αριθμ. αμετάκλητη 7513/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης εταιρείας απηλλάγη (λόγω αμφιβολιών) της κατηγορίας περί αποδοχής και καταχώρησης στα βιβλία του επίδικου ως εικονικού φορολογικού στοιχείου, η οποία εκτιμάται ελευθέρως. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εφεσίβλητη εταιρεία τελούσε σε καλή πίστη, αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι γνώριζε ή θα μπορούσε να γνωρίζει την τυχόν εικονικότητα του ένδικου φορολογικού στοιχείου ως προς το πρόσωπο της εκδότριας, ακόμη και αν κατέβαλε κατά τις συναλλαγές την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου

Βλ. και σχετική Δ.Ε.Α. 363/2020 με την οποία κρίθηκε ότι: «το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα εταιρία τελούσε σε καλή πίστη κατά τη διενέργεια των πιο πάνω συναλλαγών ως προς το πρόσωπο του εκδότη των ένδικων Τιμολογίων - Δελτίων Αποστολής, οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, έχουν πραγματοποιηθεί στο σύνολό τους, αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι γνώριζε ή θα μπορούσε να γνωρίζει την εικονικότητα των φορολογικών αυτών στοιχείων ως προς το πρόσωπο του εκδότη, ακόμη και αν κατέβαλε κατά τις συναλλαγές την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου».

10) ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ - ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ 100 ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΥ

Το Δικαστήριο (Δ.Ε.Α. 2738/2019) δεχόμενο τον σχετικό λόγο έφεσης περί εσφαλμένης κρίσης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι για την άσκηση της δεύτερης προσφυγής όφειλε να καταβληθεί αναλογικό παράβολο και όχι παράβολο των 100 ευρώ έκρινε τα ακόλουθα: «το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι σκοπός θέσπισης της διάταξης για την άσκηση δεύτερης προσφυγής, στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις, είναι η θεραπεία της τυπικής έλλειψης της αρχικώς ασκηθείσας προσφυγής ώστε να μη στερηθεί ο προσφεύγων την πλήρη ουσιαστική δικαστική προστασία και περαιτέρω ότι για την επίτευξη του σκοπού αυτού επιβάλλεται να καμφθεί η γενική δικονομική αρχή περί τηρήσεως των δικονομικών προϋποθέσεων του παραδεκτού κατά το χρόνο άσκησης της δεύτερης προσφυγής, πολύ δε περισσότερο όταν προβλέπονται δυσμενέστερες προϋποθέσεις, κρίνει ότι η τελευταία προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτά με την καταβολή του πάγιου παραβόλου των 100,00 ευρώ κατά το βάσιμο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ενώ είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος ο λόγος της έφεσης περί αντίθεσης στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας η μη εφαρμογή του άρθρου 139Α ΚΔΔ για συμπλήρωση του αναλογικού παραβόλου. Το πρωτόδικο δε Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα με την εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί αυτή και να εξετασθεί περαιτέρω η προσφυγή.»

11) ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΛΥΣΙΤΕΛΕΙΑ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΜΟΥ ΤΙΤΛΟΥ ΓΙΑ ΤΥΠΙΚΟ ΛΟΓΟ

Το Συμβούλιο Επικρατείας (ΣτΕ 112/2019) έκρινε σχετικώς τα ακόλουθα: «όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω υπ' αριθμ. ..... φύλλο ελέγχου ΦΜΑ ακυρώθηκε για τυπικό λόγο και, συγκεκριμένα, για παράβαση του ουσιώδους τύπου της προηγουμένης ακροάσεως. Ενόψει του λόγου για τον οποίο ακυρώθηκε η ένδικη καταλογιστική πράξη, η φορολογική αρχή μπορούσε, συμμορφούμενη προς την αναιρεσιβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, να καλέσει την αναιρεσίβλητη σε ακρόαση και στη συνέχεια να εκδώσει την πράξη είτε με περιεχόμενο όμοιο με αυτό της ακυρωθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση πράξης, είτε με διαφορετικό περιεχόμενο, κατ' αποδοχή, ενδεχομένως ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης που θα είχαν προβληθεί κατά την ακρόασή της. Ενόψει τούτου, η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης θα ήταν λυσιτελής μόνον στη περίπτωση που η φορολογική αρχή δεν θα είχε προβεί σε καμία ενέργεια σε συμμόρφωση με την απόφαση αυτή, αλλά θα ανέμενε την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του αν, εν προκειμένω, νομίμως ακυρώθηκε η πράξη λόγω μη κλήσεως της αναιρεσίβλητης σε ακρόαση (ΣτΕ 1441-2, 757-8, 337/2018, 3259, 2282-7/2017).» 

12) ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΠΙ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ - ΛΟΓΟΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ

Η Δ.Ε.Δ. (Δ.Ε.Δ. 111/2019) δέχθηκε την αίτηση αναστολής επί ενδικοφανούς προσφυγής - δεχόμενη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν και τους σχετικούς περί ανεπανόρθωτης βλάβης ισχυρισμούς- κρίνοντας ότι: «λαμβάνοντας υπόψη αφενός την περιουσιακή και εν γένει οικονομική κατάσταση της αιτούσας, όπως αυτή απεικονίζεται στα πιο πάνω προσκομισθέντα στοιχεία και Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 203 του Κ.Δ.Δ., και αφετέρου, ότι τόσο η ακίνητη (εδαφικές εκτάσεις, κτίρια-εγκαταστάσεις) όσο και η κινητή της περιουσία (μεταφορικά μέσα, μηχανήματα, έπιπλα και λοιπός εξοπλισμός) είναι σχεδόν στο σύνολό τους απαραίτητα για τη συνέχιση της λειτουργίας και της εν γένει δραστηριότητάς της, δεδομένου και του αντικειμένου των εργασιών της, συνάγεται ότι στοιχειοθετείται η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης από την καταβολή του ως άνω ποσού, καθώς αυτή ευρίσκεται εκτός των τρεχουσών οικονομικών δυνατοτήτων της αιτούσας και προφανώς δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς να προκαλέσει ισχυρό κλονισμό της παραγωγικής της δραστηριότητας.»

Επιμέλεια:
Μιχαήλ Ε. Παλάρας
Δικηγόρος/Σύμβουλος επί φορολογικών ζητημάτων
Μέλος του ΟΜΙΛΟΥ ΤΟΤΣΗ
Michael E. Palaras
Tax Lawyer - Tax consultant
Senior Associate at Totsis Law firm
Μember of Totsis Group
www.totsisgroup.gr